ἀπόκρυφος — hidden masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόκρυφος — η, ο (AM ἀπόκρυφος, ον) Ι. 1. ο κρυφός, ο μυστικός 2. ο άρρητος, ο εσωτερικός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Απόκρυφα ψευδεπίγραφα βιβλία της ΠΔ και της ΚΔ, τα οποία έχουν αποκλειστεί από τους Ιερούς Κανόνες μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μυστικό … Dictionary of Greek
απόκρυφος — η, ο επίρρ. α 1. κρυμμένος, μυστικός: Τα απόκρυφα της οργάνωσης δεν ήθελε να τα αποκαλύψει. 2. «απόκρυφα ευαγγέλια κτλ.», βιβλία που από τη χριστιανική εκκλησία δεν έχουν αναγνωριστεί ως κανονικά, ως γνήσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποκρύφω — ἀπόκρυφος hidden masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόκρυφος hidden masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρύφως — ἀπόκρυφος hidden adverbial ἀπόκρυφος hidden masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόκρυφον — ἀπόκρυφος hidden masc/fem acc sg ἀπόκρυφος hidden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρύφοις — ἀπόκρυφος hidden masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρύφου — ἀπόκρυφος hidden masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρύφους — ἀπόκρυφος hidden masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρύφων — ἀπόκρυφος hidden masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρύφῳ — ἀπόκρυφος hidden masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)